…Σαν έφτασαν στην περιοχή, μια νοτερή υγρασία τους διαπέρασε, μιαν αύρα θανάτου. Ο τόπος είχε μιαν απόκοσμη αίσθηση, μιαν ανεξήγητη παγιάδα.
Έψαξαν στα συντρίμμια. Δεν υπήρχε τίποτε από το παλικάρι να μαζέψουν. Αυτό που κάπως θύμιζε ότι πριν ήταν ένα σώμα, μια ανθρώπινη κορμοστασιά με παράστημα, ήταν μια μάζα που έμοιαζε με λάσπη που την πετάς από ψηλά και γίνεται λεκές στη γη. Τα υπολείμματα του ανθρώπου ήταν ανακατεμένα με έρμα και λογής άλλα υλικά όλα μαζί σε ένα αχώριστο πλέον σύνολο. Τράβηξαν όσο περισσότερες φωτογραφίες μπορούσαν και στη συνέχεια φρόντισαν για τη σορό. Όμως τι να μαζέψουν, που να το βάλουν και τι να δείξουν στους δικούς του για αναγνώριση? Έκαναν ότι προέβλεπε ο κανονισμός, έκλεισαν τα υπολείμματα σε θήκες με φερμουάρ και στη συνέχεια πήραν το δρόμο του γυρισμού. Χωρίς να αρθρώσουν λέξη, συμπλήρωσαν μουδιασμένα τα τυπικά χαρτιά.
Πίσω στο σπίτι, οι γονείς του δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Εύχονταν να ήταν κάποιο κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που αν μη τι άλλο, σε λίγο θα ξυπνούσαν και δεν θα είχε συμβεί τίποτα. Ο Πατέρας του κοίταζε αποσβολωμένος τις φωτογραφίες του υιού του από την αποφοίτηση στην Ικάρων με τη λευκή στολή. Πόσο καμάρωνε γι’ αυτή τη φωτογραφία. Και τώρα να που ξαφνικά ευχόταν ο γιός του να είχε γίνει λέει σιδεράς, όπως ο γιός της απέναντι που τον έβλεπε κάθε μεσημέρι να γυρίζει από τη δουλειά του, μαύρος μέσα στη μουντζούρα και μερικές φορές τον λυπόταν…
Εκείνη ξαφνιάστηκε από το κουδούνι, μόλις όμως άνοιξε την πόρτα και τους είδε, κατάλαβε… Στεκόταν αμίλητη. Πήρε τη μητέρα της να μαζέψει εκείνη πριν τη λήξη των μαθημάτων τα παιδιά από το σχολείο. Οι ειδικοί λέει έπρεπε να τους μιλήσουν. Το σπίτι τους την έπνιγε. Κατέβηκε για λίγο στο δρόμο και στάθηκε στην απέναντι πολυκατοικία… προσπαθούσε ν’ ανασάνει… Κοίταζε πνιγμένη τους αδιάφορους περαστικούς…. Το βλέμμα της έπεσε στην απέναντι βιτρίνα στον αντικατοπτρισμό της. Φαινόταν φυσιολογική. «Όχι δεν συμβαίνει σ’ εμένα αυτό, να κοιτάξτε! Είμαι μια από αυτούς εκεί έξω». Όμως δεν ήταν. Και πως να το έλεγε στα παιδιά…
Σαν φλας θυμήθηκε μια γειτόνισσα στα αεροπορικά σπίτια της διασποράς στο Βόλο, σύζυγο συναδέλφου του άντρα της. Θυμόταν την παρέλαση, τη φιλαρμονική στην κηδεία, τα «ΑΘΑΝΑΤΟΣ!» των επισήμων. Ύστερα τη μοναξιά τους. Την εξαφάνισή τους από τον κόσμο. Τη μετακόμιση και την επιστροφή πίσω στο σπίτι των γονιών της. Πόσο ξένα της φάνταζαν όλα τούτα και τώρα να, έπρεπε να τα ζήσει και η ίδια… Να φανεί δυνατή. Να αντέξει τους επισήμους και τους αμετροεπείς τους λόγους…
Και τα παιδιά; Τι να τους έλεγε; Αυτά τώρα ήταν το μόνο της απάγκιο. Πως θα ζήσουν τώρα οι τρεις τους; Η κόρη τους που είχε παθολογική αδυναμία στον πατέρα της; «Θεέ μου κάνε να μπορέσω να αντέξω! Να φανώ δυνατή» μονολογούσε… Σκεφτόταν τη μοναξιά της, που έσφιγγε γύρω της σαν βρόχος… Θυμήθηκε που κάποιες φορές στην προηγούμενη ζωή της, την είχε ευχηθεί… Τώρα όμως να, αυτή τροπαιοφόρα, της χτυπούσε χαιρέκακα την πόρτα με τα λάβαρά της υψωμένα…